- αλόγατο
- τοβλ. άλογο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. αλόγατα, παρεκτεταμένος τ. πληθ. τού ουσ. άλογο.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλογατόψαρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αζούματο — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως ερούκη η μακρόρρυγχος. Πρόκειται για αυτοφυή μορφή της κηπευτικής ρόκας. Γι’ αυτό και σε πολλά μέρη της Ελλάδας λέγεται αγριόροκα. * * * το Βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Eruca sativa τού γένους Ερούκη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek